-
1 делитель
1. мат. ο διαιρέτηςнаибольший общий - μέγιστος κοινός - (Μ.Κ.Δ.)2. (устройство) о διαιρέτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > делитель
-
2 раздатчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздатчик
-
3 распределитель
тех. о διανομέας, о κατανεμητής- вызовов (тлф.) - των κλήσεων, ο διακόπτης των εντολών- зажигания ο ψεκαστήρας καυσίμων, το ντιστρι-μπυτέρ (ξεν.)- του κλιβάνου, το πτύον/φτυάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распределитель
-
4 распределениеитель
распределение||и́тельм в разн. знач. ὁ κατανεμητής, ὁ διανεμητής, ὁ μοιραστής. -
5 раздатчик
-а α.-ца, -ы θ.ο, η διανομέας, διαμοιραστής, κατανεμητής, διανεμητής. -
6 распределитель
-я α.διανομέας, διανεμητής, κατανεμητής• μοιραστής.
См. также в других словарях:
διανεμητής — distributor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητής — ο (θηλ. τρία, η) (Μ διανεμητής) [διανέμω] αυτός που διανέμει νεοελλ. γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς … Dictionary of Greek
διανεμητής — ο θηλ. διανεμήτρια 1. αυτός που διανέμει, μοιράζει κάτι. 2. γεωργικό μηχάνημα που απλώνει στα χωράφια το λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανεμηταί — διανεμητής distributor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek